Ο Σπόρος που Έψαχνε τον Ήλιο Μια φορά κι έναν καιρό, κάπου κοντά στο περιθώριο ενός χωραφιού, βρέθηκε ένας μικρούλης σπόρος. Κοίταζε γύρω του τα μεγάλα, γεμάτα καμάρι σπέρματα του σιταριού. — «Εσείς θα γίνετε ψωμί για εκατοντάδες ανθρώπους», είπε. — «Κι εγώ; Είμαι τόσο μικρός, ποιος θα με χρειαστεί;» Τα σπέρματα χασκογέλασαν και του απάντησαν γεμάτα έπαρση: — «Εσύ είσαι ένας ασήμαντος μικρός σπόρος, μείνε θαμμένος και ξέχνα το φως». Το σποράκι λύγισε, ένιωσε λες και ένα αόρατο χέρι το θρυμμάτιζε. Μα τότε, το χώμα το αγκάλιασε και του ψιθύρισε με ζεστασιά: — «Μικρέ μου, δεν χρειάζεται να μοιάσεις σε κανέναν. Απλώς άφησε τον ήλιο να σε βρει». Το σποράκι δίστασε, έπειτα, έσπρωξε λίγο το χώμα και μπήκε στη μικρή φωλίτσα που έφτιαξε. Δεν άργησε πολύ που ένα φυλλαράκι ξεπρόβαλε. Ο ήλιος το χάιδεψε, η βροχή το δρόσισε, κι εκείνο μεγάλωνε, ώσπου άνθισε σε ένα λουλούδι με τέτοιο χρώμα που δεν είχε ξαναδεί κανείς! Οι περαστικοί σταματούσαν για να θαυμάσουν και να μυρίσουν το υπέροχο άρωμά του! Το σποράκι πια κατάλαβε, δεν χρειαζόταν να γίνει στάχυ. Έφτανε που έγινε ο εαυτός του! Η αυτοεκτίμηση ανθίζει όταν σταματάμε να συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους άλλους και επιτρέπουμε στη δική μας μοναδικότητα να φανεί. Πώς: Ρώτα τον εαυτό σου τι σε κάνει να χαμογελάς. Γιόρτασε κάθε μικρό βήμα. Θυμήσου, η αξία σου δεν είναι στην ομοιότητα αλλά στη μοναδικότητα.
Το Ποτάμι που Σταμάτησε να Πολεμά Στην πλαγιά ενός περήφανου βουνού κυλούσε ένα νεαρό ποτάμι. Χόρευε, τραγούδαγε και τσαλαβουτούσε χαρούμενα και ορμητικά ώσπου συνάντησε μια πελώρια πέτρα που του σταμάτησε τη φόρα. — «Σήκω από τον δρόμο μου!» είπε με βροντερή φωνή! Κι όρμησε με θυμό να τη ρίξει. Μα κάθε φορά σκορπιζόταν και πάφλαζε σε αφρούς. Μέρες και μέρες πάλευε ώσπου κουράστηκε και σωριάστηκε. Τότε πέρασε ο άνεμος και του είπε: — «Γιατί θες να σπάσεις ό,τι δεν μπορεί να σπάσει; Κοίτα καλύτερα, υπάρχει χώρος να περάσεις από δίπλα». Το ποτάμι κοίταξε προσεκτικά. Και τότε είδε, μπορούσε να αγκαλιάσει την πέτρα και να συνεχίσει. Το έκανε και καθώς κύλησε γύρω της, το τραγούδι του έγινε πιο γλυκό, πιο ήρεμο, πιο σοφό. Η πέτρα έμεινε εκεί, μα δεν τον πλήγωνε πια. Η αποδοχή δεν είναι αδυναμία, είναι σοφία που ανοίγει νέους δρόμους εκεί όπου η σύγκρουση κλείνει. Πώς: Άκου, δες και ονόμασε την πραγματικότητα: «Αυτό είναι εδώ». Διάλεξε τι μπορείς να αλλάξεις και τι όχι. Ρώτα: «Τι με μαθαίνει αυτό το εμπόδιο;»
Το Σπουργίτι και το Σιτάρι Ένα σπουργίτι βρήκε στο χωράφι έναν κόκκο σταριού. Πεινούσε πολύ και έτσι ήταν έτοιμο να τον καταπιεί. Τότε όμως είδε δίπλα του ένα χελιδόνι κουρασμένο, σχεδόν λιπόθυμο. — «Αν το φάω, εγώ θα σωθώ. Αν το δώσω, ίσως σωθεί εκείνο», σκέφτηκε. Χωρίς λοιπόν να διστάσει ξανά, έσπρωξε τον κόκκο μπροστά στο κουρασμένο χελιδόνι. Εκείνο τον έφαγε, πήρε δύναμη, κι έφυγε πετώντας. Το σπουργίτι έμεινε μόνο του, μα λίγο μετά το ίδιο χελιδόνι επέστρεψε με σπόρους στο ράμφος. — «Ας τους μοιραστούμε μαζί όπως μοιράστηκες και σύ τον δικό σου», είπε. Κι έτσι, έφαγαν και τα δύο. Η ευγένεια είναι σπόρος, όταν τον προσφέρεις επιστρέφει πολλαπλάσιος. Πώς: Δώσε μια καλή λέξη, ένα χαμόγελο, μια πράξη μικρή. Μοιράσου ακόμη κι όταν νομίζεις πως έχεις λίγα. Θυμήσου, η καλοσύνη είναι ο σπόρος της αφθονίας.
Η Χελώνα και το Φεγγάρι Μια χελώνα κοίταζε κάθε βράδυ το φεγγάρι. — «Θέλω να σε αγγίξω», του έλεγε. Ανέβαινε έτσι λόφο το λόφο, αργά και σταθερά. Τα υπόλοιπα ζώα του δάσους την κορόιδευαν. — «Ποτέ δεν θα φτάσεις τον ουρανό», της έλεγαν και γελούσαν. Εκείνη όμως δεν σταματούσε. Κάποια στιγμή όταν έφτασε στην κορυφή ενός λόφου, είδε το φεγγάρι να καθρεφτίζεται μέσα στη λίμνη. Έσκυψε, το ακούμπησε στο νερό και χαμογέλασε ικανοποιημένη. — «Δεν χρειάζεται να φτάσω τον ουρανό. Αρκεί που έμαθα να φτάνω εκεί που με οδηγεί η καρδιά μου». Η υπομονή είναι δύναμη και μας φέρνει πιο κοντά στο όνειρο, βήμα-βήμα. Πώς: Σπάσε τον στόχο σε μικρά βήματα. Μείνε σε αυτόν είναι δικός σου, όχι εκείνων που τον λοιδορούν. Δες την ομορφιά της διαδρομής.
Το Δέντρο και ο Άνεμος Ένα νεαρό δέντρο κάθε φορά που φυσούσε ο άνεμος έτρεμε. — «Θα με ρίξεις!» φώναζε. Και ο άνεμος απαντούσε: — «Δεν σε χτυπώ για να σε γκρεμίσω, αλλά για να σε δυναμώσω». Μέρα με τη μέρα, οι ρίζες του δέντρου βυθίζονταν όλο και πιο βαθιά. Οι καταιγίδες περνούσαν κι εκείνο παρέμενε όρθιο. Κι όταν μεγάλωσε, κατάλαβε ότι ο άνεμος ήταν ο φίλος που του χάρισε δύναμη. Η εμπιστοσύνη ανθίζει όταν βλέπουμε τον φόβο σαν δάσκαλο. Πώς: Δες τις δυσκολίες ως ευκαιρίες. Μάθε να παραμένεις σταθερός. Θυμήσου, η δύναμη φυτρώνει στις ρίζες της εμπιστοσύνης.
Ο Φάρος και η Θύελλα Όταν ξέσπασε η θύελλα η θάλασσα φουρτούνιασε και σκοτείνιασε. Τα καράβια βρίσκονταν σε κίνδυνο. Κάπου στην ακτή στεκόταν ένας μικρός φάρος που αμέσως άναψε το φως του κι’ ας πάλευαν με τα κύματα, τόσο εκείνος όσο και το φως. Τα καράβια τον είδαν και ακολούθησαν το αχνό του σημάδι. Ένα-ένα έφτασαν με ασφάλεια στο λιμάνι. Ο φάρος δεν σταμάτησε ποτέ, ακόμη κι όταν η θύελλα τον σκέπαζε. Όταν η κακοκαιρία πέρασε όλοι κατάλαβαν πως, η ελπίδα δεν σβήνει στο σκοτάδι. Δείχνει τον δρόμο μέσα του.
Το Κερί και η Στάχτη Έπεσε η νύχτα στο δάσος και η καλύβα που βρισκόταν μέσα του σκοτείνιασε. Η παρέα που διανυκτέρευε εκεί βρήκε ένα μικρό κερί. Όταν το άναψαν, άρχισε σιγά σιγά να λιώνει. Η στάχτη από το τζάκι το κορόιδευε: — «Θα χαθείς τώρα που άναψες, τι κερδίζεις με αυτό;» Κι εκείνο της απάντησε: — «Καλύτερα να λιώσω φωτίζοντας, παρά να μείνω άκαυτο στο σκοτάδι». Καθώς έλιωνε, έβλεπε τα πρόσωπα των ανθρώπων να γεμίζουν γαλήνη. Ένιωσε πως με κάθε σταγόνα που χανόταν, άφηνε πίσω της αγάπη.
Όταν ο θυμός χτυπάει την πόρτα Σήμερα, όλο και περισσότεροι άνθρωποι θυμώνουν με το παραμικρό. Ένας συνάδελφος που αργεί να απαντήσει στο μήνυμα, ένας άγνωστος που κλείνει τον δρόμο, μια κουβέντα που ειπώθηκε πιο απότομα. Μα στην πραγματικότητα, ο θυμός δεν γεννιέται εκείνη τη στιγμή, κουβαλιέται από καιρό μέσα μας. Είναι το ξέσπασμα μιας φωνής που ψιθυρίζει συνέχεια: «Δεν είμαι καλά… κάτι λείπει». Κι έτσι, πίσω από κάθε οργισμένο βλέμμα, υπάρχει μια κρυφή πληγή ανικανοποίητου. Μια μικρή ιστορία, Κάποτε, λένε, ζούσε ένας χωρικός που παραπονιόταν αδιάκοπα. Το σπίτι του ήταν μικρό, η δουλειά του δύσκολη, τα παιδιά του θορυβώδη. Κάθε μέρα, ξεσπούσε σε φωνές, και κάθε νύχτα έπεφτε στο κρεβάτι του γεμάτος αγανάκτηση. Μια μέρα, πήγε στον σοφό του χωριού και του ζήτησε λύση. Ο σοφός χαμογέλασε και του είπε: — Αν θες να σταματήσεις να θυμώνεις, κάνε αυτό, κάθε πρωί, βάλε στο σακί σου μια πέτρα και κουβάλησέ την όλη μέρα μαζί σου. Ο χωρικός υπάκουσε. Την πρώτη μέρα το βάρος τον ενοχλούσε. Τη δεύτερη, τον κούρασε. Την τρίτη, δεν άντεχε άλλο. Γύρισε στον σοφό, έξαλλος: — Τι βλακεία είναι αυτή; Το σακί με βασανίζει! Ο σοφός τότε του είπε ήρεμα: — Μα αυτό ακριβώς κάνεις και με τον θυμό σου. Κάθε μέρα, βάζεις κι άλλη μια πέτρα στην ψυχή σου. Και μετά παραπονιέσαι για το βάρος. Ο χωρικός έσκυψε το κεφάλι. Για πρώτη φορά κατάλαβε, το βάρος δεν του το έβαζε η ζωή, αλλά ο ίδιος. Τι μας λέει αυτή η ιστορία; Ότι οι περισσότεροι από εμάς κουβαλάμε μέσα μας σακιά γεμάτα πέτρες, ανεκπλήρωτες προσδοκίες, σύγκριση με τους άλλους, την αίσθηση ότι «δεν φτάνουμε». Και όσο γεμίζουμε το σακί, τόσο πιο εύκολα εκρήγνυται ο θυμός μας. Αντί, λοιπόν, να κυνηγάμε το «παραπάνω», μπορούμε να σταματήσουμε για λίγο και να κοιτάξουμε το σακί μας. Να ρωτήσουμε: «Ποιες πέτρες είναι πραγματικά δικές μου; Και ποιες μου τις φόρτωσαν οι άλλοι;» Ο δρόμος της αλλαγής, Δεν υπάρχει μαγική συνταγή. Ο θυμός θα ξανάρθει, το ανικανοποίητο θα χτυπήσει πάλι την πόρτα. Μα μπορούμε να αλλάξουμε τη στάση μας: • να τον ακούσουμε σαν μήνυμα κι όχι σαν εχθρό, • να καλλιεργήσουμε τρυφερότητα για τον εαυτό μας, • να δώσουμε χώρο στη χαρά των μικρών πραγμάτων. Όπως θα έλεγε ο Leo Buscaglia, «η αγάπη είναι επιλογή και πράξη». Και ίσως η πιο γενναία πράξη είναι να αρχίσουμε από εμάς, να αφήνουμε κάθε τόσο μια πέτρα από το σακί, να το ελαφρύνουμε. Τότε, ο θυμός μας δεν θα είναι πια αφέντης, αλλά σύντροφος που μας δείχνει πού χρειάζεται να στραφεί η προσοχή μας. Και το ανικανοποίητο, αντί να μας κρατάει φυλακισμένους, μπορεί να γίνει σπρώξιμο προς μια ζωή πιο αυθεντική, πιο δική μας.
Η σιωπηλή δύναμη της ακεραιότητας Στην εποχή μας, όπου τα πάντα μετρούνται σε εικόνα, εντυπώσεις και γρήγορα αποτελέσματα, η ακεραιότητα και η αξιοπρέπεια συχνά μοιάζουν παλιομοδίτικες λέξεις. Κι όμως, είναι ίσως οι πιο σύγχρονες αξίες που έχουμε ανάγκη. Γιατί ο κόσμος γύρω μας μπορεί να αλλάζει με καταιγιστική ταχύτητα, αλλά η ψυχή του ανθρώπου πεινάει πάντα για το ίδιο πράγμα: να ξέρει ότι στέκεται όρθια, χωρίς να προδίδει τον εαυτό της. Μια μικρή ιστορία, Κάποτε, ένας νεαρός μαθητευόμενος πλησίασε τον δάσκαλό του και τον ρώτησε: — Δάσκαλε, πώς μπορώ να πετύχω στη ζωή; Ο δάσκαλος χαμογέλασε, πήγε στην άκρη του χωριού και του έδειξε έναν παλιό πλάτανο. — Βλέπεις αυτό το δέντρο; Του είπαν πολλές φορές να λυγίσει για να γίνει πιο εύχρηστο ξύλο. Μα εκείνο διάλεξε να μείνει όπως είναι. Ρίζωσε βαθιά και ύψωσε τον κορμό του στον ουρανό. Δεν έγινε ξύλο για έπιπλα, έγινε σκιά για τους κουρασμένους και καταφύγιο για τα πουλιά. Ο νεαρός τον κοίταξε απορημένος. — Και τι σχέση έχει αυτό με μένα; Ο δάσκαλος απάντησε ήρεμα: — Η ακεραιότητα είναι να μην κόβεις κομμάτια από τον εαυτό σου για να χωρέσεις στις ανάγκες των άλλων. Είναι να ριζώνεις εκεί που πιστεύεις και να στέκεσαι όρθιος, ακόμα κι αν σε πουν άκαμπτο. Γιατί είναι δύσκολο να κρατάμε την ακεραιότητά μας; Γιατί συχνά φοβόμαστε. Φοβόμαστε ότι αν δεν συμβιβαστούμε, θα χάσουμε μια δουλειά, μια σχέση, μια ευκαιρία. Όμως κάθε φορά που προδίδουμε τις αξίες μας για λίγο «παραπάνω», το κενό μέσα μας μεγαλώνει. Και τότε, η αξιοπρέπεια μοιάζει με πολυτέλεια, ενώ στην πραγματικότητα είναι η βάση της ελευθερίας μας. Η αξία της αξιοπρέπειας, Η αξιοπρέπεια δεν είναι αλαζονεία ούτε σκληρότητα. Είναι η ήρεμη βεβαιότητα ότι αξίζουμε σεβασμό, πρώτα απ’ όλα από εμάς τους ίδιους. Είναι η φωνή που λέει: «Μπορώ να χάσω μια δουλειά, μα δεν θα χάσω τον εαυτό μου. Μπορώ να πω όχι, γιατί η ψυχή μου είναι σημαντικότερη από την αποδοχή». Ο δρόμος προς την εσωτερική δύναμη • Να θυμόμαστε ότι οι ρίζες μας είναι πιο σημαντικές από τα κλαδιά. • Να επιλέγουμε το σωστό, ακόμα κι αν δεν είναι το πιο εύκολο. • Να συγχωρούμε τον εαυτό μας για τα λάθη, αλλά να μην ξεπουλάμε την ψυχή μας για μικρά κέρδη. Όπως θα έλεγε ο Alan Watts, «η ελευθερία δεν βρίσκεται στο να κάνουμε ό,τι θέλουμε, αλλά στο να μην είμαστε δέσμιοι του φόβου μας». Και όπως θα μας θύμιζε ο Leo Buscaglia, «η αξιοπρέπεια δεν είναι αποστασιοποίηση, είναι η πιο τρυφερή μορφή σεβασμού που μπορούμε να δείξουμε πρώτα στον εαυτό μας και μετά στους άλλους». Τελικά, Η ακεραιότητα και η αξιοπρέπεια δεν είναι απλά αρετές, είναι τρόπος να ζούμε χωρίς να κουβαλάμε κρυφά χρέη απέναντι στον εαυτό μας. Είναι η σιωπηλή δύναμη που μας κάνει να περπατάμε με καθαρό βλέμμα, χωρίς φόβο ότι προδώσαμε την ψυχή μας. Και κάπως έτσι, γινόμαστε σαν τον πλάτανο, ριζωμένοι, ακέραιοι, και αρκετά γενναίοι ώστε να προσφέρουμε σκιά σε όσους χρειάζονται ανάπαυση, χωρίς να χάνουμε ποτέ τον κορμό μας.
Η αξία του να είσαι διαφορετικός Πολλές φορές στη ζωή μας ακούμε τη φράση «να είσαι ο εαυτός σου». Κι όμως, λίγοι από εμάς τολμάμε πραγματικά να το κάνουμε. Γιατί; Επειδή μεγαλώνουμε σε έναν κόσμο που συχνά μας πιέζει να χωρέσουμε σε καλούπια, να σκεφτόμαστε παρόμοια, να ντυνόμαστε παρόμοια, να ονειρευόμαστε τα ίδια πράγματα. Κι έτσι, η μοναδικότητά μας, αυτό που θα μπορούσε να είναι η πιο μεγάλη μας δύναμη, συχνά κρύβεται για να μην ξεχωρίσει. Μια μικρή ιστορία Λένε πως κάποτε, στον κήπο ενός βασιλιά, μεγάλωναν πολλά λουλούδια. Οι τριανταφυλλιές καμάρωναν για τα αγκάθια τους, οι κρίνοι για το λευκό τους χρώμα, οι μαργαρίτες για την απλότητά τους. Κάπου σε μια γωνιά φύτρωσε ένα μικρό άγριο λουλούδι, που δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Δεν είχε ούτε το χρώμα ούτε την ομορφιά των υπόλοιπων. Οι άλλοι το κορόιδευαν: — Τι κάνεις εδώ; Δεν ταιριάζεις μαζί μας! Το λουλουδάκι λυπήθηκε. Μα αντί να προσπαθήσει να γίνει σαν τους άλλους, αποφάσισε απλώς να συνεχίσει να ανθίζει όπως ήταν. Μια μέρα, ο βασιλιάς ήρθε στον κήπο και, ανάμεσα στα λουλούδια, το μάτι του στάθηκε σ’ εκείνο το άγριο μικρό άνθος. — Αυτό θέλω στο τραπέζι μου, είπε, κανένα άλλο δεν μοιάζει μ’ αυτό. Κι έτσι, εκείνο που θεωρήθηκε «διαφορετικό» έγινε το πιο ξεχωριστό. Η μοναδικότητα δεν είναι μειονέκτημα, Όταν προσπαθούμε να γίνουμε όπως οι άλλοι, χάνουμε την πιο σπουδαία μας αλήθεια, ότι ο καθένας μας είναι ανεπανάληπτος. Δεν υπάρχει άλλος άνθρωπος με το ίδιο βλέμμα, το ίδιο χαμόγελο, τον ίδιο τρόπο να αγαπά ή να σκέφτεται. Η διαφορετικότητά μας είναι ο τρόπος που η ζωή βρίσκει να εκφράσει την απέραντη ποικιλία της. Είναι σαν μια μεγάλη ορχήστρα, αν όλα τα όργανα παίζουν την ίδια νότα, δεν υπάρχει μελωδία. Ο δρόμος της αποδοχής, Το να δεχτούμε τη μοναδικότητά μας δεν είναι πάντα εύκολο. Συχνά φοβόμαστε την απόρριψη ή τη σύγκριση. Μα κάθε φορά που κρύβουμε αυτό που είμαστε, σβήνουμε λίγο από το φως που έχουμε να δώσουμε. Και κάθε φορά που τολμάμε να είμαστε αληθινοί, δίνουμε την ευκαιρία και στους άλλους να κάνουν το ίδιο. Τελικά, Η διαφορετικότητα δεν είναι εμπόδιο, είναι η συμβολή μας στον κόσμο. Η μοναδικότητα δεν είναι αδυναμία, είναι η σφραγίδα μας. Όπως εκείνο το άγριο λουλουδάκι, έτσι κι εμείς μπορούμε να σταθούμε με απλότητα, χωρίς να μοιάζουμε με κανέναν άλλο. Γιατί ίσως, τελικά, αυτό που μας κάνει «διαφορετικούς» είναι ακριβώς αυτό που μας κάνει ανεκτίμητους.
Η δύναμη της συγχώρεσης Όλοι έχουμε πληγωθεί. Από μια προδοσία, μια άδικη κουβέντα, μια αδιαφορία. Κι όταν συμβαίνει αυτό, μέσα μας ανάβει μια φωτιά, θυμός, πίκρα, ανάγκη για δικαίωση. Πιστεύουμε πως αν κρατήσουμε αυτό το συναίσθημα, θα προστατευτούμε. Μα στην πραγματικότητα, όσο πιο σφιχτά κρατάμε τον θυμό, τόσο πιο βαριά γίνεται η ψυχή μας. Η συγχώρεση δεν σημαίνει ότι ξεχνώ. Ούτε ότι δικαιολογώ. Σημαίνει απλώς ότι αρνούμαι να κουβαλώ για πάντα το βάρος της πληγής. Μια μικρή ιστορία, Λένε πως δύο μοναχοί περπατούσαν σιωπηλοί στο δάσος. Στον δρόμο τους συνάντησαν μια γυναίκα που ήθελε να περάσει ένα ποτάμι, μα φοβόταν. Ο ένας μοναχός χωρίς δεύτερη σκέψη την πήρε στην αγκαλιά του, την πέρασε απέναντι και συνέχισε τον δρόμο του. Ύστερα από ώρες περπατήματος, ο δεύτερος μοναχός δεν άντεξε και είπε: — Πώς τόλμησες να κουβαλήσεις μια γυναίκα; Οι κανόνες μας το απαγορεύουν! Κι ο πρώτος απάντησε ήρεμα: — Εγώ την άφησα στο ποτάμι πριν από ώρες. Εσύ γιατί την κουβαλάς ακόμα; Τι μας διδάσκει αυτή η ιστορία, Όταν δεν συγχωρούμε, κρατάμε μέσα μας τον άλλον, την πράξη του, το τραύμα του, όπως ο μοναχός που κουβαλούσε ακόμα τη γυναίκα μες στο μυαλό του. Δεν τον τιμωρούμε, τον εαυτό μας βαραίνουμε. Η συγχώρεση είναι σαν να αφήνεις κάτω ένα φορτίο που σε εξαντλεί. Δεν αλλάζει το παρελθόν, αλλάζει το παρόν σου. Η ελευθερία της συγχώρεσης • Δεν σημαίνει να επιτρέψουμε ξανά το ίδιο λάθος. • Δεν σημαίνει να σβήσουμε τα όριά μας. • Σημαίνει να πούμε: «Δεν θα αφήσω αυτή την πληγή να ορίζει τη ζωή μου». Η συγχώρεση είναι πράξη ελευθερίας. Είναι η στιγμή που παίρνουμε πίσω την ενέργειά μας από το παρελθόν και τη χαρίζουμε στο παρόν. Τελικά, Συγχωρούμε όχι επειδή ο άλλος το αξίζει πάντα, αλλά επειδή εμείς το χρειαζόμαστε. Για να περπατήσουμε ελαφρύτεροι, για να ανασάνουμε, για να μην σπαταλάμε άλλο την καρδιά μας σε κάτι που πέρασε. Η συγχώρεση είναι το κλειδί που ανοίγει το κλουβί, κι όταν το χρησιμοποιούμε, δεν απελευθερώνεται πρώτα ο άλλος, αλλά εμείς οι ίδιοι.
Η ματαιότητα και το άδικο των διακρίσεων Καθώς περπατάμε στον κόσμο, γινόμαστε συχνά παρατηρητές και, ταυτόχρονα, κριτές των άλλων. Χωρίς να το συνειδητοποιούμε, οι σκέψεις μας στήνουν αόρατα σύνορα. «Αυτός είναι έτσι, εκείνος αλλιώς». Δεν υπάρχει καμία κακή πρόθεση, είναι σαν να προσπαθούμε να δώσουμε τάξη σε ένα χάος που δεν καταλαβαίνουμε. Μα όσο κι αν προσπαθούμε να τακτοποιήσουμε τη ζωή σε κατηγορίες, η ουσία των ανθρώπων παραμένει απροσμέτρητη. Μια μικρή ιστορία, Σε μια απομονωμένη πόλη ζούσαν άνθρωποι που φορούσαν κάθε μέρα διαφορετικά καπέλα για να φαίνονται σημαντικοί. Τα καπέλα έδειχναν τη θέση, τη δύναμη ή την ομορφιά τους, και οι κάτοικοι σχολίαζαν συνεχώς: «Το δικό μου είναι καλύτερο», «Όχι, το δικό μου αξίζει περισσότερο». Μα ένα παιδί περπατούσε χωρίς καπέλο. Κανείς δεν ήξερε πώς να το κατατάξει. Εκείνο στάθηκε μπροστά σε μια λίμνη και κοίταξε το νερό. Στον καθρέφτη της είδε όχι μια μάσκα, αλλά το φως που υπήρχε μέσα του. Τότε κατάλαβε ότι πίσω από κάθε καπέλο υπήρχε το ίδιο φως, απλώς με διαφορετική απόχρωση. Η διαφορά, οι τίτλοι, οι διακρίσεις, όλα αυτά ήταν φαινόμενα. Το φως ήταν το μόνο που είχε πραγματική αξία. Στοχασμός, Οι διακρίσεις δεν είναι μόνο κοινωνικές. Είναι ένα είδος αόρατου βαρελιού που κουβαλάμε μαζί μας. Κάθε φορά που θεωρούμε κάποιον «λιγότερο» ή «διαφορετικό», χάνουμε μια ευκαιρία να δούμε κάτι που υπάρχει μόνο όταν αναγνωρίζουμε την ολότητα της ύπαρξης. Δεν χρειάζεται να καταλάβουμε τα πάντα, ούτε να συμφωνούμε σε όλα, αρκεί να αναγνωρίσουμε την παρουσία του άλλου ως πλήρη, και τη δική μας ως μέρος αυτού του ατελείωτου κόσμου. Ο δρόμος της συνειδητής αποδοχής, Η υπαρξιακή αποδοχή σημαίνει να αφήνουμε τις μάσκες να πέσουν, να κοιτάμε πέρα από τίτλους, χρώματα και προκαταλήψεις. Κάθε φορά που σταματάμε να ταξινομούμε τον κόσμο, απελευθερώνουμε τον εαυτό μας από το βάρος της ψευδαίσθησης και βλέπουμε τη ζωή όπως είναι, μια συνεχής ροή φωτός και σκιών, όπου η αξία βρίσκεται στην ίδια την εμπειρία της ύπαρξης. Τελικά, Η ματαιότητα των διακρίσεων αποκαλύπτεται όταν τολμήσουμε να κοιτάξουμε χωρίς καπέλα και μάσκες. Όπως το παιδί που στάθηκε μπροστά στη λίμνη, έτσι κι εμείς μπορούμε να δούμε το φως που υπάρχει μέσα σε κάθε άνθρωπο. Η πραγματική ελευθερία δεν είναι να αποφασίσουμε ποιος αξίζει περισσότερο ή λιγότερο, αλλά να δούμε ότι κανείς δεν είναι «λιγότερο» και ότι το φως που όλοι φέρνουν στον κόσμο είναι μέρος του ίδιου, ατελείωτου πανοράματος.
Το κυνήγι της ευτυχίας Στη ζωή μας υπάρχει ένα αόρατο κυνήγι. Από μικροί ακούμε φράσεις όπως «γίνε αυτό που θέλεις», «βρες την ευτυχία σου», «μη σταματάς μέχρι να την πετύχεις». Μα καθώς μεγαλώνουμε, παρατηρούμε ότι αυτό το κυνήγι μοιάζει να μην έχει τέλος. Όσο πιο γρήγορα τρέχουμε, τόσο πιο μακριά φαντάζει το αντικείμενο του πόθου μας. Μήπως η ευτυχία είναι ένα ουσιαστικό αγαθό ή ένα επίπλαστο όνειρο, κατασκευασμένο από εποχές, κοινωνικές προσδοκίες και δόγματα; Κι αν είναι κατασκευασμένο, τότε τι κόστος έχει για την ψυχική μας υγεία; Και πώς μπορούμε να ζήσουμε χαρούμενα, χωρίς να γίνουμε αιχμάλωτοι αυτού του ατέρμονου κυνηγιού; Μια μικρή ιστορία, Λένε πως κάποτε ένας νεαρός άνδρας αναζήτησε τη «Χώρα της Ευτυχίας». Έτρεχε ανάμεσα σε κοιλάδες και βουνά, ακολουθώντας χάρτες και υποδείξεις που του έδιναν οι σοφοί του κόσμου. Κάθε φορά που πλησίαζε ένα χωριό ή μια πηγή, του έλεγαν: «Εκεί βρίσκεται η ευτυχία». Μα όταν έφτανε, οι δρόμοι άλλαζαν, οι πηγές στερεύαν, και οι υποσχέσεις γίνονταν αόρατες. Απογοητευμένος, σταμάτησε σ’ ένα μικρό δάσος και κάθισε κάτω από ένα δέντρο. Παρατήρησε τα πουλιά, την κίνηση των φύλλων στον άνεμο, την ησυχία που υπήρχε γύρω του. Και τότε κατάλαβε, η ευτυχία δεν ήταν στον προορισμό, ούτε σε κάποιο μακρινό μέρος. Ήταν εκεί, στις στιγμές που άφηνε τον εαυτό του να ζήσει, χωρίς πίεση και χωρίς προσδοκίες. Στοχασμός, Το κυνήγι της ευτυχίας μπορεί να γίνει παγίδα. Ο άνθρωπος ωθείται σε αυτό από την κοινωνία που τιμά τα επιτεύγματα, από τα δόγματα που υπόσχονται ολοκλήρωση, από τις εποχές που μετρούν την αξία με παραγωγικότητα ή εικόνα. Όμως η συνεχής αναζήτηση ενός ιδανικού που βρίσκεται πάντα «εκεί» φθείρει την ψυχή. Μας κάνει να παραβλέπουμε τις μικρές χαρές που υπάρχουν εδώ και τώρα, μια βόλτα στον ήλιο, μια συζήτηση με φίλο, μια ανάσα ειρηνική μέσα στη σιωπή. Η ευτυχία δεν είναι κάτι που αποκτάς με μια κίνηση, ούτε ένα αντικείμενο που μπορείς να πάρεις στα χέρια σου. Είναι τρόπος ύπαρξης, συνείδηση της στιγμής, αποδοχή και αγάπη για τη ζωή όπως είναι. Όταν κυνηγάμε τη χαρά ως «αντικείμενο» την χάνουμε, όταν τη ζούμε ως εμπειρία, τη βρίσκουμε ξανά και ξανά. Ο δρόμος για ισορροπημένη ζωή • Να παρατηρείς χωρίς να κρίνεις. Οι στιγμές δεν χρειάζονται επιτυχία ή αποτυχία για να είναι σημαντικές. • Να αποδέχεσαι τις ατέλειες και τις αλλαγές. Η ζωή δεν είναι στατική και η ευτυχία δεν είναι μόνιμη, αυτό δεν την κάνει λιγότερο πραγματική. • Να φροντίζεις το σώμα και την ψυχή σου με απλές πράξεις αγάπης και σεβασμού. Η ισορροπία δεν είναι θεωρία, είναι καθημερινή πρακτική. • Να επιλέγεις συνειδητά τις επιρροές σου, πληροφορίες, άνθρωποι, πρότυπα, δόγματα, εποχές. Ό,τι σε ωθεί να τρέχεις χωρίς ανάσα, αμφισβήτησέ το. Η αλήθεια της στιγμής, Η ευτυχία δεν είναι μια μόνιμη κατάσταση χωρίς πόνο ή δυσκολία. Είναι η ικανότητα να είσαι παρών μέσα σε ό,τι συμβαίνει, χωρίς να χρειάζεται να το αλλάξεις για να αξίζει. Είναι στιγμές απλές, • Ένα γέλιο με έναν φίλο. • Ένα κομμάτι μουσικής που σε διαπερνά. • Μια ανάσα βαθιά, όταν σταματάς για λίγο να τρέχεις. Ο Άλαν Βατς έλεγε πως η ζωή δεν είναι μια πορεία προς έναν τελικό σκοπό, αλλά ένας χορός. Αν προσπαθήσεις να χορέψεις μόνο για να φτάσεις στο τέλος του τραγουδιού, θα χάσεις τη μουσική. Το ίδιο συμβαίνει με την ευτυχία, δεν την βρίσκεις στο τέρμα, την ζεις στη διαδρομή. Τελικά, Η ευτυχία δεν κρύβεται σε μακρινές χώρες ή σε επιτεύγματα που μετριούνται. Είναι η δυνατότητα να σταματάς, να αναπνέεις, να παρατηρείς και να νιώθεις. Όπως ο νέος κάτω από το δέντρο, μπορούμε να ανακαλύψουμε ότι η ζωή που ζούμε, με όλες τις ατέλειες και τα απρόσμενα, είναι η ίδια η ευτυχία. Και το αληθινό κυνήγι δεν είναι να τη φτάσουμε, είναι να την αναγνωρίσουμε όταν εμφανίζεται μπροστά μας.